- θυραίοις
- θυραί̱οις , θυραῖοςat the doormasc/neut dat plθυραί̱οις , θυραῖοςat the doormasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θυραίοις — Θυραῖον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραίος — θυραῑος, ον, θηλ. και θυραία, και αιολ. τ. θύραος (ΑΜ) [θύρα] αυτός που βρίσκεται έξω από τη χώρα, ο εξωτερικός αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται στη θύρα ή έξω από τη θύρα 2. αυτός που απουσιάζει, που δεν βρίσκεται στο σπίτι 3. αυτός που προέρχεται… … Dictionary of Greek